ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΣΠΟΤΑΚΙΑ

Πολλοί φίλοι μου ζητούν να αναρτήσω τα τηλεοπτικά σποτάκια που έπαιξε η Ίνδικτος κατά την διάρκεια του Δεκεμβρίου.
Η ιστορία αυτών των διαφημιστικών ταινιών ξεκίνησε με την συνάντησή μου με τον Γιώργο Κακανάκη, σκηνοθέτη και μέλους του συγκροτήματος DROGATEK.
Παίχτηκαν στην ΝΕΤ και στον ΣΚΑΙ από 16 μέχρι και 31 Δεκεμβρίου και διαφήμιζαν δύο μυθιστορήματα της Ινδίκτου. Το Άλλο μισό μου πορτοκάλι του Λευτέρη Μαυρόπουλου και Στην Χώρα των Ανδρών του Hisham Matar.
Είναι η πρώτη φορά που η Ίνδικτος χρησιμοποίησε την τηλεόραση για διαφήμιση και ο τρόπος που θα γινόταν αυτό ήταν το βασικότερο κριτήριο. Ο Γιώργος από την πρώτη στιγμή κατανόησε την ανάγκη και την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος. Το αποτέλεσμα μιλάει από μόνο του.

Επίλογος

Ο Λευτέρης Μαυρόπουλος είναι από τους πρώτους συνεργάτες, φίλους και συγγραφείς της Ινδίκτου. Τον γνώρισα στις Σέρρες πριν 12 χρόνια και έκτοτε η Ίνδικτος έχει κυκλοφορήσει τέσσερα μυθιστορήματά του. Το τελευταίο μόλις πριν λίγους μήνες υπό τον τίτλο Το Άλλο μισό μου πορτοκάλι, συνεχίζει την πορεία του δρέποντας σπάνιες, για σύγχρονό μας πεζογράφο, κριτικές. Για όποιον δεν το έχει διαβάσει, ειλικρινά, αξίζει τον κόπο. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω σε πρόσφατη κριτική της Λίνας Πανταλέων στην βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.
Σεμνός και αθόρυβος οργώνει το πνευματικό του βιός αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σήμερα παρέλαβα με ηλεκτρονικό περιστέρι ένα διήγημά του που πρόκειται να δημοσιευθεί από τον εκδοτικό οίκο Μαγικό Κουτί του συγγραφέα Νίκου Βλαντή. Το διήγημα έχει τον τίτλο Μονόλογος μιας σπερμοφάλαινας και είναι χτισμένο πάνω στον γνωστό ήρωα-φάλαινα του Μέλβιλ Μόμπι-Ντικ.
Από αυτό το διήγημα αντλώ την τελευταία παράγραφο, και την καταθέτω ως Επίλογο της συζητήσεως αρχικώς για τα όρια της ποίησης και εν τέλει για αυτά του ανθρώπου. Ο Επίλογος βέβαια δεν σημαίνει επ’ ουδενί το τέλος της συζητήσεως, αλλά την συνέχισή της. Εξάλλου υπάρχει και παράταση!

Τώρα ο ήλιος μού ψήνει την καμπούρα και τα θραψερά μου πάχη απειλούν να μου συντρίψουν τα πνευμόνια. Καίγομαι και πνίγομαι. Σαν ασήμαντη χελώνα που το κύμα την πέταξε στην αμμουδιά ανάστροφα κι εκεί αργοπεθαίνει, σβήνω στην ακτή λίγα μόλις μέτρα μακριά απ’ το νερό. Τώρα έχω τη σοφία να κατανοήσω τα λάθη μου. Απ’ την ώρα που χάραξα τη ρότα μου με πλώρη να σε κατανοήσω το μόνο λιμάνι για μένα ήταν αυτό του χαμού, της εξαφάνισής μου. Πανάθλιε Αχαάβ! Μου έκανες ακόμη μεγαλύτερο κακό∙ μ’ έκανες να θέλω να περπατήσω στη στεριά πάνω στις δύο άκρες της ουράς μου. Να θέλω να γίνω θεός. Θα σε μισώ γι’ αυτό πάνω και πέρα απ’ τη ζωή μου. Ακόμη με καταδιώκεις. Λίγο πριν πεθάνω άνοιξες μέσα μου βάραθρο… σκοτεινό… βαθύ… Μ’ έβαλες να στοχαστώ: πέρα από ‘δω τι; Με εκμηδένισες Αχαάβ! Επαιρόμουν πως εγώ μονάχα γνωρίζω το βάθος… Ω! Πόσο πλανιόμουν…»