Τὴν Τετάρτη 3 Νοεμβρίου στὶς 8:30μ.μ. στὴν αἴθουσα τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας [Τριπόδων 28, Πλάκα] ὁ Κώστας Κουτσουρέλης καὶ ἡ ἀφεντιά μου θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα.
Ὅσοι παρακολουθοῦν τὴν Ἴνδικτο ἀπὸ τὰ πρῶτα της βήματα, γνωρίζουν πὼς ὁ Ἀντώνης Ζέρβας εἶναι ἀπὸ τότε σταθερὸς συνεργάτης.
Δὲν εἶναι λίγα τὰ βιβλία ποὺ φιλοξενοῦνται στὸν κατάλογο τῆς ᾽Ινδίκτου καὶ φέρουν τὴν ὑπογραφή του. Ἀκόμα περισσότερα ὅμως εἶναι αὐτὰ ποὺ διακριτικὰ καὶ γενναιόδωρα ὑπέδειξε. Οἱ Βίοι Ἐλάσσονες τοῦ Pierre Michon, ἡ Ἕρση τοῦ Γ. Δροσίνη, ὁ Ἐρωτισμὸς τοῦ Ζ. Μπατάιγ εἶναι λίγα ἀπὸ αὐτά.
Ἐργάτης τῶν γραμμάτων ἀπὸ τοὺς λίγους, ἀπομονωμένος στὶς Βρυξέλλες ὅπου ζεῖ καῖ ἐργάζεται, παραμένει στὸ κέντρο τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅντας συγχρόνως τὸ περιθώριο αὐτῆς.
Θυμᾶμαι ἀκόμα τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ γνώρισα τὴν ποίησή του. Ἦταν τὸ 1983, στὸ σπίτι τοῦ Παναγιώτη Νέλλα, ὅπου ἕνας παλιὸς καὶ χαμένος φίλος ὁ Νίκος Φατοῦρος μοῦ χάρισε τὴν Ἀνάσταση τῆς Κυρα Τσίνης. Εὐρισκόμενος σὲ ἀγρανάπαυση, ἀρνιόμουν νὰ ἀσχοληθῶ μὲ νέους ποιητές. Ἡ λεγόμενη γενιὰ τοῦ 70 εἶχε φροντίσει σχετικά.
Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ φίλου μου Ν.Φ. καθὼς καὶ ἡ σπάνιας τότε τυπογραφικῆς ὁμορφιᾶς, ἔκδοση τοῦ Καστανιώτη, μὲ ἔκαμψαν κι ἄρχισα νὰ διαβάζω.
Φτάνοντας στὴν 26η σελίδα τὸ ποιητικὸ σφρίγος καὶ ἡ γλωσσικὴ δύναμη ξεχείλιζαν. Ἦμουν πλέον σίγουρος πὼς εἶχα νὰ κάνω μὲ Ποίηση:
Στὴν ἀγορὰ τοῦ Πειραιῶς
στὸ καφενεῖο τοῦ Λεμπέση
μπαίνοντας ἕνα πρωὶ
σκουντάει καὶ ρίχνει ―
ἄθελα λένε ― τὸ μαρκούτσι
τοῦ ναργιλὲ τοῦ Μπούτου τοῦ Γιαννάκη
ξάδελφος πρῶτος τοῦ πατέρα μου
«Σκύψε ὠρὲ Μῆτρο νὰ τὸ πιάσεις»
«Εἶμ’ ἀπ’ αὐτοὺς ἐγὼ
ποὺ σκύβουν μωρὲ Γιάννη!»
«Θὰ σκύψεις Μῆτρο»
καὶ τοῦ ἀνάβει τρεῖς
μ’ ἐκεῖνο τὸ πεντάσφαιρο καὶ τὸ μονόγραμμα
πάνω στὰ φιλντισένια κόκκαλά του
στὴν ἀγορὰ τοῦ Πειραιῶς
στὸ καφενεῖο μέσα τοῦ Λεμπέση.
Ὁ χρόνος ποὺ κύλησε μὲ βρίσκει πλέον ἐκδότη καὶ φίλο τοῦ τριαντάχρονου τότε ποιητῆ, ἐκεῖνον δὲ ὡριμότερο κι ἀποσυρμένο ἀπὸ τὶς μάχες τῆς νεότητας.
Ἀντιγράφω ἀπὸ τὴν συλλογὴ Ὡδὲς καὶ Σχόλια ποὺ πρωτοδημοσιεύθηκε στὶς Συλλογές:
Σὰν ἦταν νέος, τὸν ἐπαινοῦσαν πολλοὶ σπουδαίοι ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του.
Σὰν ὡρίμασε, τὸν ἐπαινοῦσαν οἱ μέτριοι καὶ οἱ συγκαταβατικοί.
Μετὰ τὴν κηδεία του ὅλοι κάθησαν νὰ φάνε
καὶ ὁρισμένοι, παραδόξως, ἔκαναν τὸν σταυρό τους.
Θυμήθηκαν καὶ ἔλεγαν:
Ὅταν εἶχε ἀρχίσει πιὰ νὰ κατανοεῖ τὴ θεία λειτουργία, λέξη πρὸς λέξη,
ἔνιωσε πὼς εἶχε χάσει πιὰ τὴν πίστη του.
Ἀπὸ τὸ ἄσβεστο μένος του πρὸς τοὺς Ἐβραίους,
ἤθελε νά ‘ναι Ἐβραίος.
Παραπονιόταν πὼς σὰν ἀρθρογραφοῦσε, κανεὶς δὲν ἔλεγε τίποτα.
Σὰν ἔπαψε νὰ ἀρθρογραφεῖ, ὅλοι τὸν ρωτούσαν πότε θὰ μπεῖ τὸ νέο του ἄρθρο.
Νέος καὶ ἐπηρμένος, δήλωνε πὼς δὲν διάβασε βιβλία ποὺ εἶχαν γραφεῖ μετὰ τὸ 1970.
Στὰ πενήντα του, διάβαζε μόνο ὅ,τι εἶχε γραφεῖ μεταξὺ ’60 καὶ ’70
γιὰ νὰ καταλάβει πὼς ἦταν νέος.
Πίστευε ὅτι ἡ ὕπαρξη ἦταν στὴ διάκρισή του,
κι ἔμεινε ἀδιάκριτος μέχρι τέλους. […]
Τὸ ποιητικό του σῶμα ἀριθμεῖ ὀκτὼ ἀκόμα πτυχές, οἱ τελευταῖες ἕξι στὴν Ἴνδικτο.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2008 τὸ σύνολο τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου συγκεντρώθηκε σὲ ἕναν τόμο ὑπὸ τὸν τίτλο Συλλογές [1983-2006]. Στὶς ἑπόμενες μέρες δὲ θὰ κυκλοφορήσει καὶ ἡ νέα του συλλογὴ μὲ τίτλο Μερικὰ-Μερικά.
Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν νέα Συλλογὴ Τὸ Κοινὸν τῶν Ὡραίων Τεχνῶν καὶ ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος σκέφτηκαν καὶ ὀργανώνουν τὴν βραδιά, τὴν ἀφιερωμένη στὸν Ἀ. Ζέρβα.
Κλείνω μὲ μιὰ μικρὴ ἀκροτελεύτια παρέκβαση. Μὲ τὸ ἐξώφυλλο τῶν Συλλογῶν ὁ νοῦς μου πηγαίνει ξανὰ στὸν Πέρη. Ἐκεῖνος εἶχε θελήσει νὰ μποῦν τὰ ἀρχαϊκά του ἄλογα ὡς προμετωπίδα στὴν 1η ἔκδοση τῶν Ἄκτων.
Ἐκκρεμεῖ καιρὸ τώρα μία ἔκδοση καὶ μία ἔκθεση γιὰ κεῖνον.
Εἶναι ἕνα χρέος ποὺ μὲ βαραίνει καὶ μὲ στοιχειώνει.