Παλαιάς κοπής

Ναι ήταν ετότες δύσκολες οι εποχές αλλά ήτανε και γαληνεμένες της ισορροπίας εποχές όπου το εσωτερικό πλούτος η αρμονία η αθωότητα και η αρχοντιά των ανθρώπων αβγάταιναν θαυματουργικά μέσα στο ελάχιστο ή και στο ανύπαρκτο και η φιλοσοφία της ζωής ανθούσε και καρποφορούσε μέσα στην αναγκαστική πτωχεία τη στέρηση ακόμη και τη στανική αγραμματοσύνη Οι δυσκολίες των καιρών δεν δρούσαν ανασταλτικά για την άνθηση και την κατίσχυση των αρετών με πρώτη και καλύτερη απ’ όλες τη συμ-πόνια για τον πατριώτη και τον συνάνθρωπο Αλλά ;τι απομένει όταν τα μπερκέτια κι η απληστία φέρνουν την έκ-πτωση εκείνων των αξιών που στολίζουν κι ευ-μορφαίνουν τον άνθρωπο και άνευ των οποίων Άνθρωπος ο άνθρωπος αδύνατο να ειπωθεί; Αυτό ας το απαντήσει ο καθαείς με το χέρι στην καρδιά για λογαριασμό εδικό του Φτάσαμε ν’ αναρωτιόμαστε σήμερα αν υπάρχει κάτι μόνο ένα οπού θα μπορούσαμε να είμαστε περήφανοι όχι μόνο σαν κάτοικοι ενού αιγιαλίτικου αλωνιού μόλις ογδόντα πέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων αλλά ολόκληρης της χώρας ‒ και το τρομερότερο απ’ όλα ως ενοικούντες επί τον πλανήτη της γης

r-burri1

Τώρα πλαγιάζεις και ξυπνάς έχοντας ομπροστά στα μάτια σου μα και στ’ άλλα όμματα που λαμπρύνουν τον ύπνο του αθρώπου μαγικιά την εικόνα του 1957 όπου ο γητευτής των πετούμενων ο εν πενία ζων αχθοφόρος και δερβίσης του νησιού Βασίλας «Παλαβοβασίλας» ή «Μπαλανταρίνης» με τ’ όνομα φυσώντας το εδικό του νάι το σουβριάλι οδηγεί προς στα Ηλύσια το στοιχειό του νησιού τον Πέτρο απάνω στις άνωφλες και κάτωφλες δηλιανές πλάκες του Γιαλού Τον οδηγεί μ’ εκείνον τον ξεχασμένο αρχαίο βηματισμό που βάζει τάξη και μέτρο στην αλλοτρίωση στην αταξία και στο χάος για όσα φέρνουν οι καιροί στα μικρά και στα μεγάλα νησιά του κόσμου Είναι αυτός ο μετρημένος βηματισμός το χαμένο ζύγι που ισοζυγιάζει τη διασαλεμένη την ετεροβαρή κάθε φορά ισορροπία της άμετρης της αλόγιστης ανθρώπινης πραξης Δεν ήταν ασημένιο δεν ήταν ακριβό το σουβριάλι του Βασίλα παρέ ήτανε από ξύλο φτενό μ’ απλοϊκά πλουμίδια που όμως έβγαζε βαθύ ζεστό και τρυφερό τον ήχο του να ζεσταίνει τον ίδιο μα και το διάσημο φίλο του Μπροστά ο Βασίλας οπίσω ο Πέτρος Προς τα Ηλύσια βέβαια μαγεμένοι αλαφροπάτητοι μόνοι στον Γιαλό μόνοι και στον κόσμο ξενιτεμένοι της ζωής κι οι δυο Τραγουδούσε ο ένας συνόδευε με το σουβριάλι ο άλλος ταιριαστά αταίριαστο ζευγάρι της μερεμένης μοναχικότητας της ψυχής και της αυτάρκειας του ελάχιστου του μόνου που απαιτούσε το σαρκίο τους Για τον Πέτρο το απάνεμο καμμιανής βάρκας να προστατεύει τον μύτο και το τσουλούφι του απ’ τον χιονιά και κάνα ψάρι να μερεύει την πείνα του όποτε το επιτρέπανε οι βοριάδες Για τον Βασίλα μια χλέμπα ψωμί ολίγες σταγόνες λάδι κι ελιές γιά καμμια μόστρα με μυζήθρα και ντομάτα ένα ποτηράκι μεγαριώτικια ρετσίνα του «Πιπεριά» μα προπαντός εκείνο που το ’χαν περσότερη ανάγκη μια στάλα σεβασμό από τους συντοπίτες τους που θεωρούσανε και τους δυο κομμάτι λειψούς κι ολοένα χωράτευαν στ’ αστεία μαζί τους Είν’ αλήθεια πως τα φέρναν κομμάτι δύσκολα βόλτα με τους ανθρώπους ο Βασίλας κι ο Πέτρος μα είχαν θάρρος είχαν και ολιγάρκεια σαν όλους τους δερβίσηδες

Στην εικόνα η λουρίδα της ναμμουδιάς με τις ξεσερμένες βάρκες και τα ψαράδικα Πίσω τους άμωμη η θάλασσα ο μόλος με το φανάρι του για τους ναυτιλλομένους τα Σπιτάλια της καραντίνας δεξιά η σκάρπα του Μύλου των Κουνενήδαινω ζερβά πάλι η θάλασσα κι οι παραγκαιριές του Τούρλου απ’ όπου ο Μπαμπλάς έκοβε τα ευωδιαστά φρύανα για τις φούρνοι της Χώρας και τ’ αφεντόπουλο ο Γιαννάκης ο Κονσολόπουλος ο λαμπρός παραμυθάς του νησιού παιδί τότε στους 1876 στο παρθενικό ταξίδι του απάνω στο μπρίκι του πατέρα του «Καλλιόπη» αρόδο στον κόρφο του Τούρλου κρατά το μουσούδι του Αρμελίνου ανάμεσα στα πόδια του και βλέπει με τα κανοκιάλια τα χωριά τω Μπαλτάδω ωσάν κάτασπρες φωλιές πουλιών ψηλά ψηλά Στη φωτογραφία του 1957 όλα ακόμη αγκίνια από τον σκούληκα της αχορταγιάς ζερβά μεριά να διακρίνεται ίσα ίσα κατά τον Λεβάντε της Τήνος το οργιδάκι του μενεξεδένιου Τσυκνιά και ψηλά τα ίδια εκείνα χωριουλάκια τέλος ο ουρανός ο ατελείωτος ουρανός Ατσαλάκωτα όλα ακόμη από τους αντίδρομους αγέρηδες και τα νέφαλα που θα φέρναν οι καιροί ηγεμονεύουν και στεφανώνουν την εικόνα Ήσουν κι εσύ ξενιτεμένος ετότες μα ο Βασίλας είχε δώσει την εντολή στον πατέρα σου σαν θα γυρίσεις να σου παραδώσει ασφάλτως το ταπεινό πνευστό του για να συνεχίσεις ως φαίνεται τον σκοπό με της ασύνταχτης και της συνταγμένης λέξης τον τρόπο αφού δεν ήξεραν τα εδικά σου χέρια να κουμαντάρουν τις τρύπες του σουβριαλιού «Νάι νάι γλυκύ Νάζι ‒ κατά εν ζήτα ελαττούται Αύρα ουρανός άσμα γλυκερόν μελιχρόν αβρόν μεθυστικόν Νάι νάι Κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το Ναι Το Ναι το ήμερον το ταπεινόν το πράον το Ναι το φιλάνθρωπον»

Κάπως έτσι έγινε μ’ αυτό το όργανο της μουζικής το ταπεινό σουβριάλι που σου ’λαχε απρόσμενη κλερονομιά παλαβός κι εσύ να συνεχίζεις θες-δε-θές τον σκοπό του Βασίλα απ’ εκεί οπού τον είχεν ο ίδιος παρατημένο ένα πρωινό του χειμώνα όξω απ’ τον Μύλο της Γυαλίδαινας Ο Πέτρος χορτασμένος φωτογραφίσεις διασημότητα και δόξα είχε πάρωρα αναχωρήσει κι ο Βασίλας άγνωστος ανώνυμος για όλον τον κόσμο όξω από το νησί ήταν και πάλι μόνος Αυτή τη φορά χωρίς το σουβριάλι του χωρίς τον φίλο του ‒ κι ολοτελώς παγωμένος

Παναγιώτη Κουσαθανά, Aσύνταχτα μένουν τα δύσκολα
(Αρχείο μετεωρολογικών, αισθηματικών και λοιπών συμβάντων)
[Υπό έκδοση: Ίνδικτος 2016)

 

Η μεγάλη δεξαμενή της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας

Βοοκ EGGLHMA

Η ρωσική λογοτεχνία είναι μια από τις μεγαλύτερες εθνικές σχολές λογοτεχνίας συγκρινόμενη σε υπαρξιακό βάθος με την αρχαία ελληνική κλασική και σε φυλετικό βάθος με την ιρλανδική σχολή. Γεννημένη από την ορθόδοξη χριστιανική λειτουργία, από τη Φιλοκαλία, από το σκληρό μοναστήρι και τον βυζαντινό κοσμοπολιτισμό, αλλά και τη διασταύρωση του φυλετικού με την καλύτερη εκδοχή ευρωπαϊκής ελευθεροφροσύνης –το θεολογικό κίνημα του σοφιανισμού, πιθανόν το σπουδαιότερο θεολογικό κίνημα του περασμένου αιώνα, και αυτό την άρδευσε– έδωσε και δίνει έργα επικών διαστάσεων που έχουν με ελληνικό μπόλι ημερώσει το αρχαίο σλαβονικό δέντρο· επομένως μας επιστρέφει σπόρους που πιάνουν στα δικά μας πνευματικά χώματα. Όλες οι πνευματικές διασταυρώσεις δεν είναι γόνιμες. Και πρέπει τα φυτά να ταιριάζουν στα ανάλογα κλίματα. Η απόκριση στο «τι μεταφυτεύεται», εκτός από την αναζήτηση «του καινούργιου», είναι ένα από τα σοβαρότερα εκδοτικά ζητούμενα.

Η «Ίνδικτος» από τη γέννησή της φιλοδοξούσε να εκδώσει νέες μεταφράσεις του έργου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Κάθε γενιά οφείλει να μετριέται με τα μεγάλα, εξερευνώντας έτσι τον ορίζοντα της επικράτειάς της. Οι δεκαετίες που είχαν περάσει από τις μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου –ορόσημο για το έργο του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς στην ελληνική– είχαν απαλλάξει τη γλώσσα μας από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις ανοίγοντάς την πάλι στις μεγάλες θάλασσες· αυτή τη φορά με λειψή σκευή.

Η αρχή έγινε, λες και κάποιος γνώριζε τι θα επακολουθούσε σε τούτον τον τόπο, με τους «Δαιμονισμένους» το 2007. Ακολούθησαν ο «Ηλίθιος», το «Υπόγειο», οι «Αδελφοί Καραμάζοφ», το «Έγκλημα και Τιμωρία». Κάθε κείμενο και ένας κάβος που, καθώς τον καβατζάραμε, πρόβαλλε εμπρός μας άλλος, ακόμα μακρύτερος. Σε αυτήν την πορεία –κάπου ανάμεσα στο «Υπόγειο» και τους «Καραμάζοφ»– λοξοδρομήσαμε σε άγνωστα και βαθιά νερά. Το κουράγιο και κυρίως ο μόχθος της Ελένης Μπακοπούλου μάς οδήγησαν με ασφάλεια στις «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ, που κυκλοφόρησαν το 2011 μαζί με τους «Αδελφούς Καραμάζοφ».

Η έκδοση του Β. Σαλάμοφ, ενός έργου 1.968 σελίδων, έθετε επιτακτικότερα το ζήτημα της μορφής αυτών των πολυσέλιδων έργων. Έτσι –χωρίς να χρειάζεται να ανακαλύψει κανείς την πυρίτιδα– οδηγηθήκαμε σε αυτό που η τυπογραφία μάς έχει παραδώσει ως μόνη λύση. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε «καινοτόμο» και καλαίσθητο.

Το ταξίδι συνεχίζεται. Ακολουθούν ο «Έφηβος» του Φ. Ντοστογιέφσκι και η «Πετρούπολη» του Andrei Bely. Ο ενθουσιασμός από το πρώτο καπετανιλίκι έχει τώρα καταλαγιάσει. Τα χρόνια περνούν και μετράμε πια ανάποδα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 24η Αυγούστου 2013 στην εφημ. Καθημερινή.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΑΛΑΜΟΦ!

Γνωρίζω καλὰ πὼς ἀρκετοὶ φίλοι περίμεναν χρόνια τώρα τούτο ἐδῶ τὸ post. Εἶμαι σίγουρος ὅσο ποτὲ ἄλλοτε πὼς ἡ ὑπομονή τους ἀνταμείβεται καὶ μὲ τὸ παραπάνω.

Ἐκδοτικὸ γεγονὸς συνιστᾶ ἡ κυκλοφορία τῶν διηγημάτων τοῦ Βαρλὰμ Σαλάμοφ, ποὺ φτάνουν στὸ ἑλληνικὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ μὲ καθυστέρηση σαράντα σχεδὸν χρόνων, στὴν ὁλοκληρωμένη μορφή τους, στὴν ἔκδοση δηλαδὴ τῶν 145 ἱστοριῶν, ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο Ἱστορίες ἀπὸ τὴν Κολιμά.

Ὁ ποιητὴς καὶ πεζογράφος Βαρλὰμ Σαλάμοφ γεννιέται τὸ 1907 στὴ Βολογκντά. Ἡ Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση τὸν βρίσκει νεαρὸ μαθητή, νὰ παρακολουθεῖ τὶς σκληρὲς μάχες ποὺ δίνονταν ἀνάμεσα σὲ ἀντίπαλα στρατόπεδα καὶ ὁμάδες τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου. Φεύγει γιὰ τὴ Μόσχα ὅπου φοιτᾶ στὴ Νομικὴ Σχολή. Συμμετέχει στὴν πλούσια μετεπαναστατικὴ πολιτιστικὴ ζωὴ τῆς ρωσικῆς νεολαίας. Γνωρίζει τοὺς σπουδαιότερους ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων καὶ τῆς τέχνης. Τὸ 1929, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, φοιτητής, συλλαμβάνεται γιὰ πρώτη φορά. Φυλακίζεται στὶς διαβόητες ἀνακριτικὲς φυλακὲς Μπουτίρκι τῆς Μόσχας καὶ ὕστερα ἐξορίζεται γιὰ πέντε χρόνια στὴ Βισερά, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα στρατόπεδα ἐργασίας. Ἀποφυλακίζεται τὸ 1932. Τὸ 1937 ὅμως συλλαμβάνεται γιὰ δεύτερη φορά. Τώρα τὸν στέλνουν, μὲ πενταετῆ ποινὴ καταναγκαστικῶν ἔργων στὴν Κολιμά. Ἡ τυπική του ἀπελευθέρωση ἔρχεται τὸ 1951. Τὸ 1982 μεταφέρεται σὲ ψυχιατρεῖο, ὅπου καὶ πεθαίνει λίγες μέρες ἀργότερα, ἔχοντας κληροδοτήσει στὴν ἀνθρωπότητα μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ συγκλονιστικὲς μαρτυρίες τῆς παγκόσμιας ἱστορίας.

Ὁ Βαρλὰμ Σαλάμοφ ἔχει ἀναγνωριστεῖ διεθνῶς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς Ρώσους πεζογράφους τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὄχι μόνο γιὰ τὸ συγκλονιστικὸ θέμα τοῦ ἔργου του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἰδιαίτερη λογοτεχνική του βαρύτητα, γιὰ τὴν ἀπαιτητικὴ μορφὴ τῆς σύντομης ἀφήγησης ποὺ διάλεξε νὰ μᾶς παρουσιάσει τὸν ζοφερὸ κόσμο τῶν στρατοπέδων στὰ ὁποῖα πέρασε τὴ μισὴ ἐνήλικη ζωή του.

Τὸ θέμα του δὲν ἐπιδέχεται πλατιασμούς, καλολογίες, ἐξωραϊσμούς. Εἶναι ὠμὸ καὶ ἀπίστευτα ζοφερό. Εἶναι ἡ ζωὴ στὸ ὅριο τοῦ θανάτου –πνευματικοῦ, ἠθικοῦ καί, κυρίως, φυσικοῦ– ἑκατοντάδων χιλιάδων ἀνθρώπων στὰ στρατόπεδα ἐργασίας τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης κατὰ τὶς δεκαετίες ’30-’50. Τὴν ὠμότητα καὶ τὸ ἀδιανόητο αὐτῆς προσπαθεῖ νὰ μᾶς περιγράψει ὁ συγγραφέας μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ οἰκονομία λόγου καὶ συναισθημάτων.

Οἱ Ἱστορίες ἀπὸ τὴν Κολιμὰ εἶναι ἐντέλει ἕνα ντοκουμέντο, μιὰ μαρτυρία, καὶ ταυτόχρονα ὑψηλὴ λογοτεχνία. Ὁ πλέον ὠμὸς ρεαλισμός, μπολιασμένος ἀριστοτεχνικὰ μὲ τὸ φαντασιακὸ τῆς τέχνης, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὁ ἀναγνώστης νὰ δυσκολεύεται νὰ τὰ ξεχωρίσει.

Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ ἀναζητήσουμε τὴν οὐσία ἑνὸς τέτοιου συγκλονιστικοῦ ἐγχειρήματος ὅπως οἱ Ἱστορίες ἀπὸ τὴν Κολιμά, ὀφείλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ὅταν σημειώνει: «Τὰ γραπτά μου ἀφοροῦν στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης ὅσο αὐτὰ τοῦ Ἐξυπερὺ στὸν οὐρανὸ ἢ τοῦ Μέλβιλ στὴ θάλασσα. Βασικά, οἱ ἱστορίες μου συνιστοῦν ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς νὰ δρᾶ κανεὶς μέσα στὸ πλῆθος. Νὰ εἶναι ὄχι ἁπλῶς λιγάκι ἀριστερότερα ἀπ’ τ’ ἀριστερά, μὰ ἀκόμα περισσότερο ἀληθινὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τὴν ἴδια. Γιὰ τὸ αἷμα ποὺ εἶναι ἀληθὲς κι ἀνώνυμο».

Ἡ ἔκδοση τῆς Ἰνδίκτου κυκλοφορεῖ σὲ μετάφραση Ἑλένης Μπακοπούλου σὲ ἕναν τόμο 1968 σελίδων. Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῶν Καραμάζοφ μὲ χαρτὶ Βίβλου 45 γραμμαρίων, ἐκτύπωση ἐξαιρετική, δίπλωμα ἀλφάδι, βιβλιοδεσία τέλεια. Καὶ ἐδῶ τὸ μαλακὸ κάλλυμα τοῦ ἐξωφύλλου καρατἀει τὴν γνωστὴ σὲ ὅλα τὰ βιβλία τῆς Ἰνδίκτου πλαστικότητα καὶ συγχρόνως ἐπιτρέπει τὸ ἰδανικὸ ἄνοιγμα τοῦ βιβλίου. Ἕνας τόμος 1968 σελίδων σὲ μορφὴ καινοτόμο γιὰ τὰ ἐλληνικὰ ἐκδοτικὰ πράγματα.