Η μεγάλη δεξαμενή της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας

Βοοκ EGGLHMA

Η ρωσική λογοτεχνία είναι μια από τις μεγαλύτερες εθνικές σχολές λογοτεχνίας συγκρινόμενη σε υπαρξιακό βάθος με την αρχαία ελληνική κλασική και σε φυλετικό βάθος με την ιρλανδική σχολή. Γεννημένη από την ορθόδοξη χριστιανική λειτουργία, από τη Φιλοκαλία, από το σκληρό μοναστήρι και τον βυζαντινό κοσμοπολιτισμό, αλλά και τη διασταύρωση του φυλετικού με την καλύτερη εκδοχή ευρωπαϊκής ελευθεροφροσύνης –το θεολογικό κίνημα του σοφιανισμού, πιθανόν το σπουδαιότερο θεολογικό κίνημα του περασμένου αιώνα, και αυτό την άρδευσε– έδωσε και δίνει έργα επικών διαστάσεων που έχουν με ελληνικό μπόλι ημερώσει το αρχαίο σλαβονικό δέντρο· επομένως μας επιστρέφει σπόρους που πιάνουν στα δικά μας πνευματικά χώματα. Όλες οι πνευματικές διασταυρώσεις δεν είναι γόνιμες. Και πρέπει τα φυτά να ταιριάζουν στα ανάλογα κλίματα. Η απόκριση στο «τι μεταφυτεύεται», εκτός από την αναζήτηση «του καινούργιου», είναι ένα από τα σοβαρότερα εκδοτικά ζητούμενα.

Η «Ίνδικτος» από τη γέννησή της φιλοδοξούσε να εκδώσει νέες μεταφράσεις του έργου του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Κάθε γενιά οφείλει να μετριέται με τα μεγάλα, εξερευνώντας έτσι τον ορίζοντα της επικράτειάς της. Οι δεκαετίες που είχαν περάσει από τις μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου –ορόσημο για το έργο του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς στην ελληνική– είχαν απαλλάξει τη γλώσσα μας από ιδεολογήματα και αγκυλώσεις ανοίγοντάς την πάλι στις μεγάλες θάλασσες· αυτή τη φορά με λειψή σκευή.

Η αρχή έγινε, λες και κάποιος γνώριζε τι θα επακολουθούσε σε τούτον τον τόπο, με τους «Δαιμονισμένους» το 2007. Ακολούθησαν ο «Ηλίθιος», το «Υπόγειο», οι «Αδελφοί Καραμάζοφ», το «Έγκλημα και Τιμωρία». Κάθε κείμενο και ένας κάβος που, καθώς τον καβατζάραμε, πρόβαλλε εμπρός μας άλλος, ακόμα μακρύτερος. Σε αυτήν την πορεία –κάπου ανάμεσα στο «Υπόγειο» και τους «Καραμάζοφ»– λοξοδρομήσαμε σε άγνωστα και βαθιά νερά. Το κουράγιο και κυρίως ο μόχθος της Ελένης Μπακοπούλου μάς οδήγησαν με ασφάλεια στις «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλάμ Σαλάμοφ, που κυκλοφόρησαν το 2011 μαζί με τους «Αδελφούς Καραμάζοφ».

Η έκδοση του Β. Σαλάμοφ, ενός έργου 1.968 σελίδων, έθετε επιτακτικότερα το ζήτημα της μορφής αυτών των πολυσέλιδων έργων. Έτσι –χωρίς να χρειάζεται να ανακαλύψει κανείς την πυρίτιδα– οδηγηθήκαμε σε αυτό που η τυπογραφία μάς έχει παραδώσει ως μόνη λύση. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε «καινοτόμο» και καλαίσθητο.

Το ταξίδι συνεχίζεται. Ακολουθούν ο «Έφηβος» του Φ. Ντοστογιέφσκι και η «Πετρούπολη» του Andrei Bely. Ο ενθουσιασμός από το πρώτο καπετανιλίκι έχει τώρα καταλαγιάσει. Τα χρόνια περνούν και μετράμε πια ανάποδα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 24η Αυγούστου 2013 στην εφημ. Καθημερινή.

Ἀπαντώντας στὸν κύριο Προύστ…

DIAMANTOPOULOS1

Πιστεύω πὼς τὰ ἐρωτήματα γενικῶς εἶναι πολύπλοκα, γι᾽ αὐτὸ καὶ κατὰ κανόνα δὲν ἐμπιστεύομαι τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἁπλοποιοῦν.

Ἔτσι ὅταν ἡ κ. Μικέλλα Χαρτουλάρη μοῦ ζήτησε νὰ ἀπαντήσω στὸ γνωστὸ πλέον σὲ ὅλους μας ἐρωτηματολόγιο τοῦ Προύστ προσπάθησα νὰ τὸ ἀποφύγω.

Μιὰ ὅμως ἀπὸ τὶς φωνὲς ποὺ μοῦ τριβελλίζουν συνήθως τὸν νοῦ μοῦ σφύριξε τὸ ἀπολαυστικὸ τοῦ Πόρτσια: Χωρὶς αὐτὴν τὴν βλακώδη ματαιότητα ποὺ εἶναι τὸ νὰ ἐπιδεικνυόμαστε καὶ ποὺ ἀνήκει σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα, δὲν θὰ βλέπαμε τίποτα καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτα.

Μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸ δὲν ἤθελα ἄλλο, παραδώθηκα! Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ χάρηκα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά.

Ἴσως γιατὶ πέρα ἀπὸ πολύπλοκα τὰ ἐρωτήματα  εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ βασανιστικὰ ἢ ἀκόμα καὶ ἀποκαλυπτικά! Ἀρκεῖ νὰ θὲς νὰ μπεῖς στὴ βάσανό τους καὶ νὰ τὸ παλέψεις.

Ἐλπίζω οἱ ἐρωταπαντήσεις νὰ ἔχουν κάποιο ἐνδιαφέρον. Ἐπειδὴ ὅμως πολὺ ἀμφιβάλλω, γιὰ σιγουριὰ τὶς συνοδεύω μὲ τρία ἕργα τοῦ Διαμαντῆ Διαμαντόπουλου, ἑνὸς ἐκ τῶν ἀγαπημένων μου ζωγράφων, ὅπως ἀπαντῶ στὴν σχετικὴ ἐρώτηση.

Τὸν Δ. Διαμαντόπουλο, εἶχα τὴν εὐκαιρία, δύο χρόνια πρὶν πεθάνει, τὸ 1995, νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ μιλήσω μαζί του. Μὲ τὸν Πέρη λέγαμε νὰ κάνουμε ἕνα ἀφιέρωμα στὸ περιοδικό. Τοῦ εἴχαμε ζητήσει μάλιστα νὰ τυπώσουμε καὶ ἕνα λεύκωμα μὲ τὰ ἔργα του. Ἦρθε ὅμως ὁ θάνατός του καὶ διέκοψε κάθε συζήτηση. Ἀκόμα ἐλπίζω πὼς θὰ μπορέσω νὰ ἀσχοληθῶ περισσότερο μὲ τὸ ἔργο του, μὰ δὲν τὰ ἔχω καταφέρει. Τουλάχιστον ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, τὴν εἰκαστική,  τὸ σημερινὸ post θὰ κουβαλᾶ κάτι ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο καὶ μὲ τὸ παραπάνω.

Τὸ Ἐρωτηματολόγιο μὲ τὶς ἀπαντήσεις μου δημοσιεύτηκε στὴν ἐφ. ΤΑ ΝΕΑ τὸ Σάββατο 22 Αὐγούστου μὲ ἐπιμέλεια τῆς κ. Μικέλλας Χαρτουλάρη, τὴν ὁποῖα θερμὰ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν φροντίδα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον.

Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Πάντα σχετική κι αδιάφορη.
Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Η προσδοκία.
Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Σήμερα Τρίτη πρωί διαβάζοντας τον Νεόκοπο.

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας, είναι;
Η προθυμία. Η επιμονή.
Το βασικό ελάττωμά σας;
Η επιμονή.
Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Στα δικά μου!
Η τελευταία φορά που κλάψατε;
Στον θάνατο του φίλου μου Π. Ι.
Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με τον Μανουήλ Κομνηνό.
Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;
Ο γιος μου Κίμων και η κόρη μου Μαρίνα.
Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Τόμας Μαν, Πιερ Μισόν, Αντόνιο Πόρτσια, κάποτε κι ο Γ. Σεφέρης.
Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Την καθαρότητα και την ευθύτητα.
…Και σε μια γυναίκα;
Την κατανόηση και την υπομονή.

tz08350-b
Διαμαντῆς Διαμαντόπουλος, Τὰ καρπούζια

Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει άλλες φορές Μότσαρτ, πάντα Ρink Floyd, σχεδόν πάντα Σεργκέι Ραχμάνινοφ και ανά πάσα στιγμή Χατζιδάκι και Σαββόπουλο. Τώρα τελευταία αγαπώ πολύ και τον Αλκίνοο.
Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
Αν το κατόρθωνα, θα σφύριζα ό,τι κι ο πατέρας μου: Απ΄ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω…
Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
Χωρίς ενδοιασμό, Διονυσίου Αρεοπαγίτου Περί θείων ονομάτων.
Η ταινία που σας σημάδεψε;
«Νοσταλγία» του «ποιητή» Ταρκόφσκι.
Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Διαμαντόπουλος, Παρθένης, Ματίς, Γκογκέν, Μπρακ.
Το αγαπημένο σας χρώμα;
Μαύρο του Πανσέληνου και χοντροκόκκινο.
Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Όταν επιτέλους θα συμφιλιωθώ με την αποτυχία μου.
Το αγαπημένο σας ποτό;
Νερό με λεμόνι.
Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Για τις δικαιολογίες που εφευρίσκω.
Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ΄ όλα;
Τη μικροψυχία.
Όταν δεν ασχολείστε με τις εκδόσεις, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Σκαλίζω, ποτίζω, γεύομαι.
Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Παραμένει ανομολόγητος.
Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Μπροστά στο αβάσταχτο βάρος της αλήθειας.
Ποιο είναι το μότο σας;
«Εγώ, κύριοι, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη».
Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Αθώος του αίματος.
Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
«Αμήν σοι λέγω, σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω παραδείσω».
Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Σε αυτήν της ακηδία, χρόνια τώρα, παραμένοντας αμετανόητα άνθρωπος του πάθους.

Διαμαντῆς Διαμαντόπουλος, Στὸν θάλαμο.

Μεταφράσεως Ἐγκώμιον

Πόσο κόπο καὶ πόσο μόχθο, πόση ἀγωνία καὶ πόσα χρόνια ἔχουν δαπανηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐλένη Μπακοπούλου καὶ τὴν ἀφεντιά μου γιὰ τὶς νέες μεταφράσεις τῶν ἔργων τοῦ Φ.Μ.Ντοστογιέφσκι. Καὶ πόσο ἀκόμα δρόμο ἔχουμε μπροστά μας γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε, ἂν βεβαίως μᾶς δοθεῖ ὁ χρόνος, τὴν προσπάθεια.
Σὲ αὐτὸ τὸ μᾶλλον μοναχικὸ καὶ ἀτέλειωτο μονοπάτι ἔρχονται μὲ τὴν γενναιοδωρία τους κάποιοι φίλοι νὰ σοῦ κρατήσουν τὸ χέρι καὶ νὰ σοῦ δώσουν κουράγιο. Σήμερα Σάββατο 8 Αὐγούστου ὁ συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος στὴν ἐφημ. Τὰ Νέα ἔγραψε:

DOST Ilithios Cover

Μεταφραστικό κατόρθωμα πρώτης γραμμής

Μέσα από τις μεταφράσεις του Αλεξάνδρου και τη δουλειά του στον Ντοστογιέφσκι, πήρα την πρώτη γεύση της μεγάλης λογοτεχνίας, την πρώτη μυρωδιά αληθινού μυθιστορήματος. Τον Ντοστογιέφσκι τον ξαναδιάβασα στα είκοσι πέντε μου, στα γαλλικά αυτή τη φορά, και ξανά στη μετάφραση του Αλεξάνδρου πριν από δέκα χρόνια. Χωρίς να πάψει να με γοητεύει το λογοτεχνικό ιδίωμα της δεκαετίας του πενήντα, με τις ακρότητες της δημοτικής, είχε αρχίσει να μου φαίνεται κάπως μακρινό.

Και τώρα ήρθε η δουλειά της Ελένης Μπακοπούλου- οι Δαιμονισμένοι πέρυσι και ο Ηλίθιος φέτος. Η μετάφρασή της είναι μια σημαντική λογοτεχνική κατάθεση στη δική μας γλώσσα. Το γεγονός ότι καταφέρνει να αποδώσει την προφορικότητα του Ντοστογιέφσκι χωρίς ούτε στιγμή ο λόγος να χάνει την πυκνότητά του χωρίς στιγμή χαλάρωσης πιστεύω πως είναι ένα πρώτης γραμμής κατόρθωμα. Πέρα από τη γοητεία του κειμένου, που καταφέρνει να το κάνει δικό μας, δείχνει πως η γλώσσα που μιλάμε, αυτήν που κακοποιούμε ακόμη και γράφοντας, δεν έχει χάσει τίποτε από το εκφραστικό της έρμα. Προσωπικά της χρωστώ ευγνωμοσύνη. Και περιμένω από τις Εκδόσεις Ίνδικτος τη συνέχεια. Ευτυχώς ο Ντοστογιέφσκι ήταν αναγκασμένος να βιοπορίζεται από τα κείμενά του και έχει γράψει μπόλικα.